- πεδουκλώνω
- см. τοεδικλώνω
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καταπεδουκλώνομαι — (επιτ. τ. τού πεδουκλώνω, πεδουκλώνομαι) μπερδεύομαι, σκοντάφτω («εκαταπεδουκλώθηκε [το άλογον], πέφτει, κουλουμουντρίζει», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πεδουκλώνομαι (< λατ. pediculus «μικρό πόδι», υποκορ. τού pes, pedis «πόδι»] … Dictionary of Greek
πεδικλώ — όω και πεδουλκώ ΝΜ, πεδικλώνω και περδικλώνω και πεδουκλώνω και περδουκλώνω και πεδοκλώνω Ν (για πρόσ. και ζώα) βάζω πέδη ή πέδικλο στα πόδια (και κατ επέκτ. στα χέρια) για να εμποδίσω τις κινήσεις νεοελλ. 1. κάνω κάποιον να πέσει παρεμβάλλοντας… … Dictionary of Greek